Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έγραφα δημόσια την ιστορία μου. Είμαι μια γυναίκα 50 ετών, μάνα δύο παιδιών που βρίσκονται πλέον στην εφηβεία και χήρα εδώ και έξι μήνες. Έχασα τον άνδρα μου, τον σύντροφο της ζωής μου, μετά από 18 χρόνια γάμου. Τον άνθρωπο με τον οποίο μεγάλωσα μαζί, με τον οποίο έκλαψα, γέλασα, καβγάδισα, έκανα σχέδια και όνειρα.
Η απώλειά του ήταν για μένα ένας σεισμός. Δεν υπήρχε καμία προειδοποίηση, τίποτα που να με έχει προετοιμάσει. Έφυγε ξαφνικά, από ανακοπή, ένα απόγευμα που θα έπρεπε να είναι σαν όλα τα άλλα. Έφυγε αφήνοντας πίσω του ένα σπίτι παγωμένο και εμάς – εμένα και τα παιδιά – να κοιτάμε ο ένας τον άλλο και να μην ξέρουμε πώς να συνεχίσουμε.
Ο πόνος της απώλειας
Οι πρώτες εβδομάδες ήταν ένα μαρτύριο. Δεν μπορούσα να ανασάνω, ένιωθα σαν να με είχαν πετάξει σε μια άβυσσο. Δεν έτρωγα, δεν κοιμόμουν, δεν έβρισκα κουράγιο ούτε να κάνω τα βασικά. Τα παιδιά μου προσπαθούσαν να σταθούν δυνατά, αλλά κι αυτά κατέρρεαν στα κρυφά.
Οι γείτονες, οι συγγενείς, οι φίλοι… όλοι εκεί, όλοι με συμβουλές. «Κάνε κουράγιο». «Ο χρόνος είναι γιατρός». «Για τα παιδιά πρέπει να σταθείς όρθια». Λόγια που ακούγονται σωστά, αλλά όταν βρίσκεσαι μέσα στο πένθος μοιάζουν με κενές φράσεις. Γιατί το βράδυ, όταν όλοι φεύγουν, το κρεβάτι είναι άδειο. Το σπίτι είναι σιωπηλό. Κι εκεί έρχεται η πραγματική μοναξιά, εκεί που σε πονάει στα σωθικά.
Η ανάγκη για ζωή
Και μετά, ήρθε η ενοχή. Γιατί μέσα σε αυτό το πένθος, σε εκείνες τις ώρες της σιωπής, η ζωή συνέχιζε να τρέχει γύρω μου. Εγώ ήμουν παγωμένη, αλλά ο κόσμος προχωρούσε. Και κάπου μέσα μου, μια μικρή φωνή άρχισε να ψιθυρίζει: «Θέλω να ζήσω ξανά».
Ντρεπόμουν και μόνο που το ένιωθα. Σκεφτόμουν: «Μα είναι δυνατόν; Έξι μήνες μόνο πέρασαν. Τι θα πουν οι άλλοι;». Ένιωθα προδότρια απέναντι στον άνδρα που έχασα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ήμουν μόνη. Και η μοναξιά είναι από τα πιο σκληρά συναισθήματα που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος.
Η γνωριμία με τον νέο σύντροφο
Τον γνώρισα τυχαία, σε ένα επαγγελματικό σεμινάριο. Δεν πήγα εκεί με πρόθεση να βρω κάποιον. Ήθελα απλώς να ξεφύγω από το σπίτι, από τη μαυρίλα. Εκείνος ήταν 40, χωρισμένος, χωρίς παιδιά. Μιλήσαμε για απλά πράγματα στην αρχή. Για δουλειά, για μουσική, για ταινίες. Και γρήγορα συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να γελάσω ξανά.
Δεν ήταν ο έρωτας με την πρώτη ματιά. Ήταν η αίσθηση ότι κάποιος με άκουγε πραγματικά, ότι με έβλεπε όχι μόνο σαν «τη χήρα» αλλά σαν γυναίκα. Αυτό μου είχε λείψει. Είχα ξεχάσει πώς είναι να σε κοιτάνε με ενδιαφέρον, να σου κάνουν κομπλιμέντο, να σε ρωτάνε πώς πέρασες τη μέρα σου.
Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται μέρος της ζωής μου. Διστακτικά, με ενοχές, με δάκρυα. Γιατί κάθε φορά που γελούσα μαζί του, μέσα μου ακουγόταν η φωνή: «Πρόδωσες».
Οι αντιδράσεις του κόσμου
Όταν το έμαθαν οι δικοί μου άνθρωποι, η κόλαση ξεκίνησε.Οι φίλοι του άντρα μου: «Πώς μπορείς τόσο γρήγορα; Δεν τον αγάπησες ποτέ».Η οικογένειά μου: «Τι θα πει ο κόσμος; Τι παράδειγμα δίνεις στα παιδιά σου;».Κάποιες φίλες: «Καλά, με μικρότερο βρήκες;».
Είμαι 50 και εκείνος 40. Δέκα χρόνια διαφορά. Αν ήταν το αντίστροφο, κανείς δεν θα μιλούσε. Ένας άνδρας 50 ετών με γυναίκα 40 είναι «φυσιολογικό». Εγώ όμως είμαι «γελοία», «απελπισμένη», «μια χήρα που δεν σεβάστηκε το πένθος της».
Δεν ξέρουν όμως την αλήθεια. Δεν ξέρουν πόσα βράδια κοιμήθηκα αγκαλιά με το μαξιλάρι του άντρα μου, πόσες φορές μίλησα μόνη μου στο σκοτάδι νομίζοντας ότι με ακούει. Δεν ξέρουν ότι κάθε φορά που γελάω με τον νέο μου σύντροφο, ένα κομμάτι μου πονάει και νιώθει ενοχές. Δεν ξέρουν ότι εξακολουθώ να μιλάω στον άντρα μου που χάθηκε, να του λέω «συγγνώμη, αλλά πρέπει να ζήσω».
Η αλήθεια που δεν λέγεται
Η κοινωνία μας θέλει τις γυναίκες χήρες να παραμένουν «μαυροφορεμένες», να είναι πένθιμες για πάντα. Να δείχνουν με το σώμα και με τη στάση τους ότι πενθούν, αλλιώς θεωρούνται «ελαφριές». Κανείς όμως δεν μιλάει για το πώς είναι να ξυπνάς κάθε πρωί μόνη. Κανείς δεν μιλάει για την ανάγκη της τρυφερότητας, της αγκαλιάς, της συντροφικότητας.
Η σχέση μου με αυτόν τον άντρα δεν σβήνει τα 18 χρόνια γάμου μου. Δεν ακυρώνει τον έρωτα και την αγάπη που ένιωσα για τον σύζυγό μου. Είναι ένα νέο κεφάλαιο, σε μια ζωή που συνεχίζει – είτε το θέλουμε είτε όχι.
Τα παιδιά μου
Το μεγαλύτερο βάρος ήταν πώς θα το πω στα παιδιά μου. Είναι στην εφηβεία, κι εκείνοι πενθούν. Στην αρχή αντέδρασαν έντονα. «Μαμά, είναι πολύ νωρίς». Έκλαψα μαζί τους, τους εξήγησα ότι δεν θα αντικαταστήσει τον πατέρα τους κανείς. Ότι η αγάπη μου για τον μπαμπά τους είναι ανεξίτηλη. Ότι δεν σημαίνει πως σταμάτησα να τον τιμώ ή να τον σκέφτομαι.
Σιγά-σιγά άρχισαν να βλέπουν ότι ο άνθρωπος που μπήκε στη ζωή μας δεν ήρθε να πάρει τη θέση κανενός, αλλά να προσφέρει χαμόγελο και στήριξη. Δεν είναι εύκολο, αλλά τα παιδιά καταλαβαίνουν όταν τους μιλάς με ειλικρίνεια.
Ζω ξανά – και αυτό δεν είναι ντροπή
Σήμερα, έξι μήνες μετά, ξέρω ότι με κρίνουν. Ότι ψιθυρίζουν πίσω από την πλάτη μου. Αλλά ξέρω επίσης ότι εγώ ζω. Ότι δεν είμαι ένα φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Ότι ξαναβρήκα τη δύναμη να φροντίσω τον εαυτό μου, να γελάσω, να βγω έξω, να ονειρευτώ.
Δεν ξέρω αν αυτή η σχέση θα κρατήσει για πάντα. Ξέρω όμως ότι αυτή τη στιγμή μου δίνει ζωή. Και ξέρω ότι ο άντρας μου, αν με έβλεπε από κάπου, θα προτιμούσε να με βλέπει ζωντανή, να συνεχίζω, παρά χαμένη στη θλίψη.
Το δικό μου μήνυμα
Αν υπάρχει κάτι που θέλω να πω σε άλλες γυναίκες που βιώνουν την απώλεια είναι αυτό: μην αφήνετε κανέναν να σας πει πότε και πώς θα ξαναζήσετε. Μόνο εσείς ξέρετε πότε έρχεται η στιγμή. Το πένθος δεν μετριέται με ρολόι ούτε με κανόνες.
Ναι, είμαι 50. Ναι, είμαι χήρα μόλις έξι μηνών. Ναι, έχω έναν νέο σύντροφο που είναι δέκα χρόνια μικρότερος. Και ναι, με κρίνουν. Αλλά ξέρω ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη ζεις με τα «πρέπει» των άλλων.